πανηγυρίζομαι

πανηγυρίζομαι
πανηγυρίζομαι, πανηγυρίστηκα βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμφιετίζομαι — ἀμφιετίζομαι και ετηρίζομαι (Α) ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος] …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”